πτόρθους

πτόρθους
πτόρθος
young branch
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • вѣиѥ — ВѢИ|Ѥ (2*), ˫А с. Собир. к вѣ˫а: вѣю смокве ѹрѣзавъ ГБ XIV, 15г; возми ѹбо вѣтви ты. и въземъ ˫а приде къ старцю… и не при˫атъ вѣии дондеже несе ˫а на мѣсто своѥ (τὰ βαΐα) ПНЧ XIV, 150г; нынѣ же са(д) градарь дѣлае(т). и омелни(к) трости твори(т) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νεοπτορθής — νεοπτορθής, ές (Μ) αυτός που έχει νέους πτόρθους, δηλ. νέους κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πτορθής (< πτόρθος «κλάδος»), πρβλ. παμ πορθής] …   Dictionary of Greek

  • πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”